force | |
gen. | εξαναγκάζω; σώμα |
forced | |
earth.sc. phys.sc. construct. | εξαναγκασμένο |
forcing | |
agric. | τεχνητή ωρίμανση |
rotation | |
gen. | εναλλαγή καλλιεργειών; αμειψισπορά; διαδοχή καλλιεργειών |
agric. construct. | εναλλασσόμενη διανομή νερού; κυκλική διανομή του αρδευτικού νερού |
commun. transp. | ρύγχος επάνω; θέση κεφαλής αεροσκάφους πάνω από τον ορίζοντα |
comp., MS | περιστροφή |
roller support | |
mech.eng. | υποστήριγμα με τριβείς; υποστήριγμα με κυλίνδρους ολίσθησης |
| |||
τεχνητή ωρίμανση | |||
εξαναγκασμός; μηχανισμός εξαναγκασμού | |||
| |||
εξαναγκάζω; σώμα | |||
| |||
εξαναγκασμένο |
forced : 251 phrases in 35 subjects |