fold | |
agric. | μάνδρα; μαντρί; φράκτης |
industr. construct. | αναδιπλώνω; διπλώνω |
med. | αναδίπλωσις |
met. | πολλαπλές διπλώσεις στην επιφάνεια; κάμπτω; πτυχώνω |
tech. industr. construct. | δίπλωμα |
tester | |
agric. | μηχάνημα διαλογής-οπτικού ελέγχου |
commun. | δοκιμαστήρας |
comp., MS | πρόγραμμα δοκιμής |
health. | δοκιμαστής |
| |||
μάνδρα; μαντρί; φράκτης; ποιμνιοστάσιο; στάνη | |||
διπλώνω; πτύσσω | |||
αναδίπλωσις; αναδίπλωση (plica); πτυχή (plica) | |||
πολλαπλές διπλώσεις στην επιφάνεια | |||
δίπλωμα | |||
πτυχή | |||
| |||
αναδιπλώνω; διπλώνω; πακετάρω; τυλίγω | |||
κάμπτω; πτυχώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
folded | |||
| |||
foam liquid | |||
fully overlapped lightly doped drain | |||
folding | |||
Forward Observer Laser Designator | |||
Fiero- Owners Location Database | |||
| |||
folded; folding |
fold : 216 phrases in 14 subjects |