floating abbr. | |
agric. | πλεύση ξύλων σε ποτάμι |
comp., MS | αιωρούμενος |
construct. | χονδροκομμένο κονίασμα |
el. | επίπλευση |
fish.farm. | επιφανειακός |
med. | νηχόμενος; πλέων; κολυμβών |
point abbr. | |
environ. | σημείο; αιχμή; βαθμός; βελόνα; σταθμός; στιγμή |
hobby agric. | αιχμή του αγκιστριού |
industr. construct. | βελονάκι; βελόνα |
lab.law. | σημείο |
| |||
πλεύση ξύλων σε ποτάμι | |||
αιωρούμενος (Able to move freely as its own window. A floating window is always on top. Toolbars, menu bars, the toolbox, and palettes can float) | |||
χονδροκομμένο κονίασμα | |||
επίπλευση | |||
επιφανειακός | |||
νηχόμενος; πλέων; κολυμβών f | |||
ανομοιόρφη εμφάνιση; ετερογενής εμφάνιση |
floating : 325 phrases in 31 subjects |