floating | |
agric. | πλεύση ξύλων σε ποτάμι |
comp., MS | αιωρούμενος |
construct. | χονδροκομμένο κονίασμα |
el. | επίπλευση |
fish.farm. | επιφανειακός |
med. | νηχόμενος; πλέων; κολυμβών |
action | |
comp., MS | ενέργεια |
IT dat.proc. | δράση αρχειοφυλακίου |
med. | δράση; ενέργεια; ενεργητικότητα; επενέργεια |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
πλεύση ξύλων σε ποτάμι | |||
αιωρούμενος (Able to move freely as its own window. A floating window is always on top. Toolbars, menu bars, the toolbox, and palettes can float) | |||
χονδροκομμένο κονίασμα | |||
επίπλευση f | |||
επιφανειακός | |||
νηχόμενος; πλέων; κολυμβών | |||
ανομοιόρφη εμφάνιση; ετερογενής εμφάνιση |
floating : 324 phrases in 31 subjects |