floating | |
agric. | πλεύση ξύλων σε ποτάμι |
comp., MS | αιωρούμενος |
construct. | χονδροκομμένο κονίασμα |
el. | επίπλευση |
fish.farm. | επιφανειακός |
med. | νηχόμενος; πλέων; κολυμβών |
loop | |
commun. | βρόχος |
comp., MS | βρόχος |
el. | βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
industr. construct. | βοστρυχώνω |
IT tech. | δίκτυο βρόχων; δίκτυο δακτυλίων |
med. | βρόγχος; βρόχος |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
termination | |
el. | απόληξη |
IT el. | σύνδεση εξόδου |
law lab.law. | καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη; απόλυση |
| |||
πλεύση ξύλων σε ποτάμι | |||
αιωρούμενος (Able to move freely as its own window. A floating window is always on top. Toolbars, menu bars, the toolbox, and palettes can float) | |||
χονδροκομμένο κονίασμα | |||
επίπλευση | |||
επιφανειακός | |||
νηχόμενος; πλέων; κολυμβών f | |||
ανομοιόρφη εμφάνιση; ετερογενής εμφάνιση |
floating : 325 phrases in 31 subjects |