flexible | |
gen. | ευέλικτη; ευέλικτο; ευέλικτος |
chem. | εύκαμπτο καλούπι |
mech.eng. | εύκαμπτος σωλήνας σύνδεσης |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
ευέλικτη; ευέλικτο; ευέλικτος | |||
εύκαμπτο καλούπι | |||
εύκαμπτος σωλήνας σύνδεσης | |||
εύκαμπτος | |||
English thesaurus | |||
| |||
flexi | |||
flex |
flexible : 313 phrases in 33 subjects |