flashing allowance | |
met. | προβλεπόμενη ανοχή μήκους λόγω τήξεως των άκρων από το τόξο κατά την ηλεκτροσυγκόλληση αντιστάσεως άκρων δύο εξαρτημάτων |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
one | |
gen. | ένα; μία; ένας |
component | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
mech.eng. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
scient. el. | συνιστώσα |
transp. | στοιχείο |
| |||
προβλεπόμενη ανοχή μήκους λόγω τήξεως των άκρων από το τόξο κατά την ηλεκτροσυγκόλληση αντιστάσεως άκρων δύο εξαρτημάτων |
flashing allowance : 2 phrases in 1 subject |
Metallurgy | 2 |