firing abbr. | |
chem. | ψήσιμο |
coal. | ανάφλεξη; πυροδότηση |
el. | έναυση |
environ. | πυροδότηση; βολή; έναυση; πυρά; τροφοδοσία πυράς; ψήσιμο |
command post abbr. | |
gen. | στρατηγείο |
| |||
ψήσιμο | |||
ανάφλεξη; πυροδότηση | |||
έναυση | |||
πυροδότηση/έναυση/τροφοδοσία πυράς/ψήσιμο/βολή/πυρά | |||
επίβλεψη και τροφοδοσία της πυράς | |||
| |||
πυροδότηση; βολή; έναυση; πυ̃ρά; τροφοδοσία πυράς; ψήσιμο | |||
English thesaurus | |||
| |||
firg |
firing : 191 phrases in 20 subjects |