financial abbr. | |
gen. | οικονομική; οικονομικό; οικονομικός |
implementation abbr. | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
commun. IT energ.ind. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
environ. | Εφαρμογή |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
| |||
οικονομική; οικονομικό; οικονομικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
fin; fncl |
financial : 1234 phrases in 37 subjects |