final selector | |
commun. | τελικός επιλογέας; τερματικός επιλογέας |
with | |
gen. | με |
through dialling | |
commun. | παραπομπή από τηλεφωνήτρια για απευθείας επιλογή; παραπομπή για απευθείας επιλογή |
| |||
τελικός επιλογέας; τερματικός επιλογέας |
final selector : 5 phrases in 1 subject |
Communications | 5 |