|
['fɪlə] n | |
|
agric. |
ζώνη συμπλήρωσης; δένδρο πλήρωσης; γεμιστική μηχανή; μηχανή πλήρωσης |
agric., chem. |
φόρτος m |
agric., industr. |
γέμισμα πούρου |
chem. |
κασσετίνα μεταφοράς χοντρών κόκκων; γαρνιτούρα f |
chem., construct. |
στόκος υποστρώματος |
commun. |
χαρακτήρας συμπλήρωσης |
construct. |
κονίαμα n; φίλλερ m |
earth.sc., chem. |
μέσον πληρώσεως; πλήσμα n; συστατικόν προς αύξησιν όγκου ή βάρους |
el. |
υλικό πλήρωσης καλωδίου; πληρωτικό; πλήρωση καλωδίου |
industr., construct. |
πληρωτικό υλικό |
industr., construct., chem. |
προκαταρκτικόν βερνίκιον |
IT |
χαρακτήρας πλήρωσης |
IT, tech. |
χαρακτήρας συμπλήρωσης |
lab.law. |
χειριστής μηχανής πληρώσεως δοχείων |
mater.sc., el. |
γέμισμα n |
mech.eng. |
βαγονέτο τροφοδότησης και πλήρωσης |
tech., industr., construct. |
εσωτερικό στρώμα χαρτονιού; εσωτερικός ιστός χαρτονιού; επιβαρυντικό; πρόσθετο υλικό |
tech., mater.sc. |
υλικό πληρώσεως κενών |
|
English thesaurus |
|
|
mil., abbr. |
fill; flr |