filing | |
law | αρχειοθέτηση |
met. | λιμάρισμα |
work.fl. | κατάταξη; ταξιθέτηση; ταξινόμηση |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
φρέζες f; λίμες f; ρινίσματα λίμανσης; ρινίσματα τόρνου; ρινίσματα φρέζας; τόρ νοι | |||
| |||
αρχειοθέτηση | |||
λιμάρισμα | |||
κατάταξη; ταξιθέτηση; ταξινόμηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
to enter into the case file |
filing : 91 phrases in 21 subjects |