file access | |
commun. | πρόσβαση αρχείου' πρόσβαση σε αρχείο |
structure | |
gen. | συγκροτώ |
comp., MS | δομή |
IT | δομή εγγράφου |
med. | δομή; συγκρότηση |
met. | δομή υλικού; ιστός |
transp. avia. | δομή αεροσκάφους; κέλυφος |
| |||
πρόσβαση αρχείου' πρόσβαση σε αρχείο | |||
πρόσβαση αρχείου; πρόσβαση σε αρχείο |
file access : 10 phrases in 4 subjects |
Communications | 4 |
Information technology | 3 |
Law | 2 |
Microsoft | 1 |