fighter | |
gen. | αεροσκάφος δίωξης; καταδιωκτικό; μαχητής |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
αεροσκάφος δίωξης; καταδιωκτικό n; μαχητής m | |||
English thesaurus | |||
| |||
ftr | |||
fh; fit; fitr |
fighter : 16 phrases in 6 subjects |
Agriculture | 2 |
Economics | 1 |
Environment | 1 |
General | 8 |
Microsoft | 1 |
Transport | 3 |