fault | |
gen. | ατέλεια |
commun. | ελάτωμμα' σφάλμα |
earth.sc. | ρήγμα; ρηγμάτωση |
el. | ελάττωμα; σφάλμα |
environ. | βραχυκύκλωμα; σφάλμα |
IT | ρωγμή; τρωτότητα λογισμικού |
reporting | |
gen. | αναφορά |
commer. | μάρκετιγκ μετά τις πωλήσεις |
comp., MS | δημιουργία αναφορών |
fin. social.sc. | δήλωση εντολών; κοινοποίηση εντολών |
forestr. | λογιστική; αναφορά δραστηριοτήτων επιχείρησης |
law immigr. | δήλωση εισόδου |
market. | κατάθεση αποτελεσμάτων; κατάθεση λογαριασμών |
| |||
ατέλεια f | |||
ελάτωμμα' σφάλμα | |||
ρήγμα n; ρηγμάτωση f | |||
ελάττωμα n; σφάλμα n | |||
βραχυκύκλωμα n | |||
ρωγμή f; τρωτότητα λογισμικού | |||
| |||
σφάλμα n | |||
| |||
ρηγμάτωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
failure | |||
A defect or electrical break-down of any component, or connection between components, upon which the intrinsic safety of the circuit depends | |||
flt |
fault : 286 phrases in 22 subjects |