cord | |
agric. tech. | σχοίνος,οργυιά |
commun. | βυσματοφόρο κορδόνι |
industr. | νήμα |
industr. construct. | πολύκομπο σχοινί; μικρή λωρίδα; στρώμα ινών; σύνολο πλεγμένων ινών; ύφανση ριπ |
industr. construct. met. | χονδρό σχοινί |
med. | σύμφυση |
fancy : 52 phrases in 15 subjects |