factor | |
fin. | χρηματοδότης |
med. | παράγοντας; συντελεστής |
transp. avia. | παράγων |
factoring | |
commer. fin. account. | "φάκτορινγκ" |
factors | |
commer. polit. | αξιολογικά στοιχεία |
fish.farm. | παράγοντες |
κ-factor | |
med. | παράγοντας κάππα; παράγοντας κ |
loading | |
gen. | πλήρωση |
coal. | γόμωση; φόρτωση δι'εκρηκτικών υλών |
commun. | φόρτιση |
industr. construct. | επιβάρυνση; τοποθετώ μέσα στη μήτρα |
industr. construct. met. | ειδική τηκτική ικανότητα |
IT | φορτώνω |
met. | στερέωση και ευθυγράμμιση |
stat. | φόρτωση |
| |||
χρηματοδότης m | |||
παράγοντας m; συντελεστής m | |||
παράγων m | |||
| |||
παράγοντας κάππα; παράγοντας κ | |||
| |||
αξιολογικά στοιχεία | |||
παράγοντες m | |||
| |||
παράγοντας σίγμα; παράγοντας σ | |||
| |||
"φάκτορινγκ"; πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων; πρακτόρευση; χρηματοδότηση με εκχώρηση τίτλων; ανάληψη απαιτήσεων τρίτων; διενέργεια πράξεων αναδόχου είσπραξης εμπορευματικών απαιτήσεων; σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων | |||
παραγοντοποίηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
a ~ behind (the main factors behind the dollar's weakness Alexander Demidov); a ~ for (Alexander Demidov) | |||
fac | |||
rection |
factor : 1679 phrases in 47 subjects |