facing point lock | |
transp. | κλειδί αλλαγής τροχιάς; μάνδαλος ανεξάρτητος; μάνδαλος μεμονωμένος |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
κλειδί αλλαγής τροχιάς; μάνδαλος ανεξάρτητος; μάνδαλος μεμονωμένος | |||
English thesaurus | |||
| |||
f.p.l. |
facing point lock : 8 phrases in 2 subjects |
Communications | 2 |
Transport | 6 |