Extraction | |
commun. | Εξαγωγή |
extraction | |
earth.sc. mech.eng. | εξαγωγή,αφαίρεση |
environ. | εξόρυξη; αφαίρεση; εκρίζωση; εκχύλιση; εξαγωγή |
med. | εκχύλιση; εξαγωγή; αφαίρεση |
of | |
gen. | από |
the | |
gen. | ή |
output | |
commun. | λήψη |
econ. | προΜόν |
econ. stat. | απόδοση της παραγωγής |
econ. work.fl. | μέτρο εκροών |
industr. construct. met. | ρυθμός τήξεως του γυαλιού |
IT tech. | διαδικασία εξαγωγής |
lab.law. | απόδοση |
mech.eng. el. | ισχύς εξόδου; ωφέλιμη ισχύς |
Datum | |
IT | Δεδομένο |
data | |
comp., MS | δεδομένα |
stat. | στοιχεία; δεδομένο |
datum | |
earth.sc. | γεωδαιτικό δεδομένο; γεωδαιτικό σημείο; γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς |
math. | δεδομένα |
tech. construct. | γραμμή βάσεως |
| |||
εξόρυξη | |||
εξαγωγή,αφαίρεση | |||
εξόρυξη/εξαγωγή/εκχύλιση/αφαίρεση/εκρίζωση | |||
μετατόπιση; μεταφορά υλοτομημένου ξύλου εκτός δάσους | |||
εκχύλιση; εξαγωγή; αφαίρεση; εξελκυσμός m | |||
μεταφορά ξυλείας | |||
| |||
εξόρυξη; αφαίρεση; εκρίζωση; εκχύλιση; εξαγωγή | |||
| |||
Εξαγωγή | |||
English thesaurus | |||
| |||
EXTR; EXTRACT | |||
ex.; ext.; extr. | |||
extn. |
extraction : 260 phrases in 30 subjects |