Extraction | |
commun. | Εξαγωγή |
extraction | |
earth.sc. mech.eng. | εξαγωγή,αφαίρεση |
environ. | εξόρυξη; αφαίρεση; εκρίζωση; εκχύλιση; εξαγωγή |
med. | εκχύλιση; εξαγωγή; αφαίρεση |
hook | |
agric. mech.eng. | κοτσαδώρος |
commun. | γάντζος; κρεμαστάρι |
fish.farm. | αγκίστρι αλιείας |
industr. construct. | άγγιστρο; τσαγανός; γάντζος σύνδεσης ταινιών κίνησης |
industr. construct. met. | κρεμάστρα τσιμπουκιού; κρεμάστρα φουσκαδόρων |
med. | άγκιστρο |
| |||
εξόρυξη f | |||
εξαγωγή,αφαίρεση f | |||
εξόρυξη/εξαγωγή/εκχύλιση/αφαίρεση/εκρίζωση f | |||
μετατόπιση f; μεταφορά υλοτομημένου ξύλου εκτός δάσους | |||
εκχύλιση f; εξαγωγή f; αφαίρεση f; εξελκυσμός m | |||
μεταφορά ξυλείας | |||
| |||
εξόρυξη f; αφαίρεση f; εκρίζωση f; εκχύλιση f; εξαγωγή f | |||
| |||
Εξαγωγή f | |||
English thesaurus | |||
| |||
EXTR; EXTRACT | |||
ex.; ext.; extr. | |||
extn. |
extraction : 260 phrases in 30 subjects |