extend abbr. | |
gen. | παρατείνω; απλώνω |
commun. | διαστέλλω' διευρύνω' εκτείνω |
fin. IT | διαστέλλω,διευρύνω,εκτείνω |
extended abbr. | |
gen. | προτεταμένη; προτεταμένο; προτεταμένος |
fin. IT dat.proc. | διεσταλμένος; διεσταλμένο στοιχείο |
coverage abbr. | |
gen. | πληθυσμιακή κάλυψη |
agric. | ψεκασμός κάλυψης |
commun. | χώρος κάλυψης; κάλυψη εκπομπής |
el. | επιφάνεια κάλυψης δορυφόρου |
law | πεδίο εφαρμογής; όρια ισχύος |
math. | κάλυψη |
met. | βάρος απαιτούμενου υλικού ανά μονάδα επιφάνειας για τη δημιουργία στρώματος ορισμένου πάχους |
| |||
παρατείνω; απλώνω | |||
διαστέλλω' διευρύνω' εκτείνω | |||
διαστέλλω,διευρύνω,εκτείνω | |||
| |||
προτεταμένη; προτεταμένο; προτεταμένος | |||
διεσταλμένος; διεσταλμένο στοιχείο | |||
σε έκταση; σε εφελκυσμό | |||
English thesaurus | |||
| |||
Exercise Training for the Elderly and/or Disabled | |||
| |||
extnd |
extended : 183 phrases in 37 subjects |