exponential abbr. | |
IT | Εκθετικός |
-function abbr. | |
IT | λειτουργία |
function abbr. | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
Εκθετικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
exp | |||
exp (function) | |||
| |||
E (Vosoni) |
exponential : 70 phrases in 16 subjects |