explosion abbr. | |
gen. | έκρηξη |
coal. chem. | ανατίναξη; εκτόνωση |
sensor abbr. | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
έκρηξη | |||
ανατίναξη; εκτόνωση | |||
έκρηξη/ανατίναξη | |||
| |||
ανατίναξη | |||
English thesaurus | |||
| |||
explo (Киселев) | |||
exp | |||
ex (для взрывоопасных помещений, зон butt) | |||
expl; expln |
explosion : 102 phrases in 17 subjects |