exploding foils | |
earth.sc. | εκρηγνυόμενο έλασμα |
initiator | |
gen. | όργανο πρωτοβουλίας |
chem. | αρχικός παράγοντας; πυροδοτητής |
comp., MS | εκκινητής |
earth.sc. el. | ηλεκτρικός επικρουστήρας |
fin. | συντάκτης |
med. | εκκινητής; υποκινητής |
| |||
εκρηγνυόμενο έλασμα |
exploding foil : 2 phrases in 1 subject |
Chemistry | 2 |