Explicit | |
comp., MS | Ακατάλληλο περιεχόμενο |
explicit | |
gen. | κατηγορηματική; κατηγορηματικό; κατηγορηματικός |
token passing | |
commun. IT | διέλευση αδειοπλαισίου |
network | |
chem. | πλέγμα |
commun. | δίκτυο μεταγωγής; συστοιχία μεταγωγής |
commun. el. | κύκλωμα |
commun. transp. | δίκτυο μεταφορών; δίκτυο επικοινωνιών |
comp., MS | δίκτυο |
el. | δίκτυο; ηλεκτρικό δίκτυο |
IT | τηλεπικοινωνιακό δίκτυο |
| |||
κατηγορηματική; κατηγορηματικό; κατηγορηματικός | |||
ρητός; σαφής | |||
| |||
Ακατάλληλο περιεχόμενο (In Store, label for songs or videos whose content contains explicit sexuality, violence, or curse words) |
explicit : 35 phrases in 10 subjects |
Communications | 7 |
Economics | 2 |
Electronics | 1 |
Finances | 4 |
General | 1 |
Human rights activism | 1 |
Information technology | 9 |
Law | 3 |
Medical | 2 |
Microsoft | 5 |