Explicit | |
comp., MS | Ακατάλληλο περιεχόμενο |
explicit | |
gen. | κατηγορηματική; κατηγορηματικό; κατηγορηματικός |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
comp., MS | περιβάλλον εργασίας; διασύνδεση |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
earth.sc. el. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
met. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
implementation | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
commun. IT energ.ind. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
environ. | Εφαρμογή |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
| |||
κατηγορηματική; κατηγορηματικό; κατηγορηματικός | |||
ρητός; σαφής | |||
| |||
Ακατάλληλο περιεχόμενο (In Store, label for songs or videos whose content contains explicit sexuality, violence, or curse words) |
explicit : 35 phrases in 10 subjects |
Communications | 7 |
Economics | 2 |
Electronics | 1 |
Finances | 4 |
General | 1 |
Human rights activism | 1 |
Information technology | 9 |
Law | 3 |
Medical | 2 |
Microsoft | 5 |