experimental | |
gen. | πειραματική; πειραματικό |
prototyping | |
IT | κατασκευή πρωτοτύπου; πρωτοτυποποίηση; προτυποποίηση; προτυποποίηση λογισμικού; ταχεία προτυποποίηση |
| |||
πειραματική; πειραματικό | |||
πειραματικός; δοκιμαστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
exp; exptl | |||
expl | |||
exper | |||
exp.; exptl. | |||
ex; expt | |||
| |||
X |
experimental : 119 phrases in 30 subjects |