experimental | |
gen. | πειραματική; πειραματικό |
development | |
gen. | ανάπτυξις θέματος |
construct. | έργο υδροηλεκτρικής ανάπτυξης |
life.sc. | ενίσχυση |
med. | ανάπτυξη; πορεία της νόσου |
nat.sc. agric. | εξέλιξη |
tech. mech.eng. | ρύθμιση; προσαρμογή |
| |||
πειραματική; πειραματικό | |||
πειραματικός; δοκιμαστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
exp; exptl | |||
expl | |||
exper | |||
exp.; exptl. | |||
ex; expt | |||
| |||
X |
experimental : 119 phrases in 30 subjects |