expansion abbr. | |
commun. | επέκταση αντίθεσης |
econ. | ανάπτυξη; μεγέθυνση |
mech.eng. | διαστολή; εκτόνωση; εκτόνωση ατμού |
med. | εξάπλωση; επέκταση; διάδοση |
loop abbr. | |
commun. | βρόχος |
comp., MS | βρόχος |
el. | βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
industr. construct. | βοστρυχώνω |
IT tech. | δίκτυο βρόχων; δίκτυο δακτυλίων |
med. | βρόγχος; βρόχος |
| |||
επέκταση αντίθεσης | |||
ανάπτυξη f; μεγέθυνση f | |||
διαστολή f; εκτόνωση f; εκτόνωση ατμού | |||
εξάπλωση f; επέκταση f; διάδοση f | |||
διόγκωση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
exp. | |||
exp; expsn |
expansion : 281 phrases in 32 subjects |