execution | |
fin. | εκτέλεση |
sequence | |
comp., MS | ακολουθία |
IT tech. | τάξη; σχηματίζω ακολουθία; ταξινομημένη ακολουθία |
life.sc. | αλληλουχία νουκλεοτιδίων |
med. | αλληλουχία; ακολουθία; σειρά; προσδιορίζω αλληλουχία προσδιόρισα |
sequencing | |
chem. | αλυσιδωτή διαδικασία |
| |||
εκτέλεση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
The name of a court order issued to a sheriff, marshal, or constable authorizing and requiring him to carry out the judgment of the court |
execution : 129 phrases in 20 subjects |