essential | |
gen. | ουσιαστική; ουσιαστικό; ουσιαστικός; ουσιώδης |
Element | |
gen. | Στοιχείο |
element | |
gen. | ράβδος εκρηκτικού |
commun. | συστατικό |
comp., MS | στοιχείο |
el. | στοιχεία; στοιχείο λογικό |
lab.law. | στοιχείον παραγωγικής διαδικασίας |
mech.eng. | μηχανικό στοιχείο |
med. | στοιχείο; χημικό στοιχείο |
| |||
ουσιαστική; ουσιαστικό; ουσιαστικός; ουσιώδης | |||
English thesaurus | |||
| |||
esntl |
essential : 106 phrases in 24 subjects |