enter abbr. | |
comp., MS | εισάγω |
fin. | εγγράφω επισήμως; εισάγω στο Xρηματιστήριο; καταχωρώ |
fin. econ. account. | καταχωρώ λογιστικά' καταλογίζω |
-do abbr. | |
comp., MS | υποχρέωση, εκκρεμής εργασία; εκκρεμής εργασία; εκκρεμής εργασία, υποχρέωση |
Do abbr. | |
comp., MS | Εκκρεμής εργασία |
command abbr. | |
gen. | διοίκηση; προστάζω; κυριαρχώ |
commun. | εντολή τηλεχειρισμού |
comp., MS | εντολή |
earth.sc. construct. | φορτίον υδροληψίας |
| |||
εγγράφω επισήμως; εισάγω στο Xρηματιστήριο; καταχωρώ | |||
εγγράφω | |||
| |||
εισάγω (To enter information by means of the keyboard or other input method) | |||
| |||
καταχωρώ λογιστικά' καταλογίζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
Equivalent National Tertiary Entrance Rank; European Network for Training in Economic Research (Anglophile) | |||
Enter Stack Frame |
enter : 72 phrases in 19 subjects |