enrichment | |
agric. | αύξηση του φυσικού αλκοολικού τίτλου; εμπλουτισμός οίνου |
earth.sc. energ.ind. | εμπλουτίζω |
environ. | εμπλουτισμός |
Process | |
comp., MS | Διαδικασία |
process | |
gen. | διεξαγωγή |
comp., MS | διεργασία |
industr. | διεργασία |
law | κλήση ενώπιον του Δικαστηρίου |
mech.eng. | μετασκευάζω; κατεργάζομαι |
| |||
αύξηση του φυσικού αλκοολικού τίτλου; εμπλουτισμός οίνου | |||
εμπλουτίζω | |||
εμπλουτισμός m | |||
| |||
εμπλουτισμός m |
enrichment : 54 phrases in 20 subjects |