engine control | |
mech.eng. | έλεγχος λειτουργίας κινητήρα |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
instrument | |
gen. | αυτόνομη πράξη |
comp., MS | τοποθετώ όργανα μέτρησης |
law | δικόγραφο; νομική πράξη; έγγραφο |
med. | όργανο; εργαλείο |
transp. | εξοπλίζω δι'οργάνων |
| |||
έλεγχος λειτουργίας κινητήρα |
engine controls : 21 phrases in 4 subjects |
Environment | 1 |
Information technology | 1 |
Mechanic engineering | 6 |
Transport | 13 |