engine compartment | |
transp. | χώρος του κινητήρα |
encapsulation | |
chem. | Συσκευασία σε καψούλες; στεγανός εγκλωβισμός |
el. | εγκλεισμός; ενθήκευση |
environ. | ενθυλάκωση; εγκλεισμός; εγκύστωση; ενθήκευση; καψυλίωση; ενδοεδαφικός εγκιβωτισμός |
System | |
comp., MS | Σύστημα |
system | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
| |||
χώρος του κινητήρα |
engine compartment : 2 phrases in 2 subjects |
Astronautics | 1 |
Technology | 1 |