Electronic | |
comp., MS | Ηλεκτρονική |
electronic | |
gen. | ηλεκτρονική; ηλεκτρονικό |
med. | ηλεκτρονικός |
electronics | |
econ. | ηλεκτρονική |
button | |
comp., MS | πλήκτρο; κουμπί |
earth.sc. el. | κεφαλή πλήκτρου επαφής |
el. | κλειδί; λαβή; μοχλός χειρισμού; πλήκτρο |
hobby | αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους |
med. | χόνδρος ακανθωδών αποφύσεων; κομβίο |
instrument | |
gen. | αυτόνομη πράξη |
comp., MS | τοποθετώ όργανα μέτρησης |
law | δικόγραφο; νομική πράξη; έγγραφο |
med. | όργανο; εργαλείο |
transp. | εξοπλίζω δι'οργάνων |
| |||
ηλεκτρονική f | |||
ηλεκτρονική/ηλεκτρονικά όργανα προϊόντα | |||
| |||
ηλεκτρονική f; ηλεκτρονικό | |||
ηλεκτρονικός | |||
| |||
Ηλεκτρονική f (One of the music genres that appears under Genre classification in Windows Media Player library. Based on ID3 standard tagging format for MP3 audio files. ID3v1 genre ID 52) | |||
| |||
ηλεκτρονικά όργανα (προϊόντα) | |||
English thesaurus | |||
| |||
elect; electro | |||
el; elct; elec; elex; elt; ex | |||
| |||
el; elct | |||
elec | |||
elect |
electronic : 731 phrases in 43 subjects |