electronic component | |
econ. | ηλεκτρονικό εξάρτημα |
el. | ηλεκτρονικό στοιχείο |
tester | |
agric. | μηχάνημα διαλογής-οπτικού ελέγχου |
commun. | δοκιμαστήρας |
comp., MS | πρόγραμμα δοκιμής |
health. | δοκιμαστής |
| |||
ηλεκτρονικό εξάρτημα | |||
ηλεκτρονικό στοιχείο | |||
ηλεκτρονικό κατασκευαστικό στοιχείο' ηλεκτρονικό εξάρτημα | |||
English thesaurus | |||
| |||
ec |
electronic component : 5 phrases in 3 subjects |
Electronics | 2 |
Industry | 2 |
Information technology | 1 |