electromagnetic interference | |
commun. el. | ηλεκτρομαγνητική παρεμβολή; παρεμβολή από ηλεκτρομαγνητικά πεδία |
econ. | ηλεκτρομαγνητική όχληση |
suppression | |
agric. | κατάσβεσις |
el. | σήμα πλήρους διακοπής; σήμα αμαύρωσης |
IT | αφαίρεση |
med. | καταστολή; αποκατάσταση; παρεμπόδιση |
electromagnetic interference : 3 phrases in 1 subject |
Transport | 3 |