electromagnetic | |
med. | ηλεκτρομαγνητικός |
field | |
agric. | χωράφι; αγρός παραγωγής; τμήμα γης; εξοπλισμός που χρησιμοποιείται στους αγρούς |
commun. | πεδίο μορφοτύπου; πλαίσιο |
comp., MS | πεδίο |
IT | ιδιοχαρακτηριστικό |
med. | πεδίο |
| |||
ηλεκτρομαγνητικός |
electromagnetic : 118 phrases in 20 subjects |