electrode | |
med. | ηλεκτρόδιο |
inversion layer | |
el. | στρώμα αναστροφής |
environ. | στιβάδα αναστροφής; στιβάδα αναστροφής |
| |||
ηλεκτρόδιο συγκόλλησης τόξου | |||
| |||
ηλεκτρόδιο | |||
| |||
ηλεκτρόδιο συνδέσμου συγκόλλησης | |||
English thesaurus | |||
| |||
elctrd |
electrode : 443 phrases in 14 subjects |