driven | |
mech.eng. | κινούμενο; οδηγούμενο; χειριζόμενο |
compressor | |
gen. | συμπιεστής |
astronaut. transp. | Συμπιεστής |
el. | συστολέας |
environ. | συμπιεστής |
industr. | μηχανοκίνητος αεροσυμπιεστής |
med. | συμπιεστική συσκευή; συμπιεσόμετρο; πιεστήριος μυς; σφιγκτήρ μυς |
English thesaurus | |||
| |||
electly |
electrically : 69 phrases in 16 subjects |