electrical | |
gen. | ηλεκτρική; ηλεκτρικό; ηλεκτρικός |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
ηλεκτρική; ηλεκτρικό; ηλεκτρικός | |||
ηλεκτρικός πυκνωτής | |||
English thesaurus | |||
| |||
electr (ssn) | |||
elec | |||
elctr. (Seregaboss) | |||
electric | |||
elec. | |||
el. | |||
| |||
Electronic and Allied Industries of Europe |
electrical : 419 phrases in 34 subjects |