elastic | |
earth.sc. | ελαστικός |
plate | |
gen. | πιάτο; πινάκιο |
agric. | οπίσθιο μέρος στήθους |
econ. | πλατέα |
el. | πλάκα στοιχείου συσσωρευτή |
life.sc. | τρυβλίο |
mech.eng. | επιγραφή τεχνικών πληροφοριών; ετικέττα χαρακτηριστικών του κατασκευαστού |
med. | πέταλο |
| |||
ελαστικός m | |||
ελαστικό m | |||
English thesaurus | |||
| |||
elastic discontinuity (Leonid Dzhepko) |
elastic : 141 phrases in 19 subjects |