elastic | |
earth.sc. | ελαστικός |
force | |
gen. | εξαναγκάζω; σώμα |
med. | ισχύς; δύναμη |
phys.sc. | στρέψη αντίδρασης γυροσκοπίου; στρέψη αντίδρασης επιταχυμέτρου; μηχανική δύναμη |
forcing | |
agric. | τεχνητή ωρίμανση |
| |||
ελαστικός m | |||
ελαστικό m | |||
English thesaurus | |||
| |||
elastic discontinuity (Leonid Dzhepko) |
elastic : 141 phrases in 19 subjects |