elastic | |
earth.sc. | ελαστικός |
cavity | |
gen. | κοιλότητα των κυττάρων |
construct. | κοίλωμα δαπέδου |
el. | κυματοπαγίδα ή ηχείο ή κοιλότητα |
industr. construct. chem. | εσωτερική κοιλότης καλουπιού |
market. mater.sc. | κοιλότητα; μήτρα; φιλιέρα |
med. | σπήλαιο; κοιλότης επί της παρειακής επιφανείας του οδόντος συνεπεία τερηδόνας |
| |||
ελαστικός m | |||
ελαστικό m | |||
English thesaurus | |||
| |||
elastic discontinuity (Leonid Dzhepko) |
elastic : 141 phrases in 19 subjects |