elastic | |
earth.sc. | ελαστικός |
bedding | |
agric. | στρώμνα; ομοιοκλινές όργωμα που κόβει επίπεδες λωρίδες χώματος; καλλιέργεια κατά λωρίδες |
agric. construct. | στράγγισις μέσω κυρτών επιφανειών |
forestr. | στρώσιμο |
life.sc. agric. | στρωματισμός |
| |||
ελαστικός m | |||
ελαστικό m | |||
English thesaurus | |||
| |||
elastic discontinuity (Leonid Dzhepko) |
elastic : 141 phrases in 19 subjects |