Efficient | |
agric. | Αποδοτικός |
efficient | |
gen. | αποδοτική; αποδοτικό; αποδοτικός |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
effective | |
gen. | αποτελεσματική; αποτελεσματικό |
comp., MS | αποτελεσματικός |
audit approach | |
account. | μέθοδος ελέγχου |
| |||
αποδοτική; αποδοτικό; αποδοτικός | |||
απoδoτικό | |||
| |||
Αποδοτικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
e | |||
eff |
efficient : 79 phrases in 17 subjects |