Efficient | |
agric. | Αποδοτικός |
efficient | |
gen. | αποδοτική; αποδοτικό; αποδοτικός |
allocation | |
account. | καταλογισμός; προσδιορισμός |
environ. | κατανομή; διανομή; εκχώρηση; επίδομα; καταλογισμός |
insur. PR | αποζημίωση; επίδομα; επιχορήγηση |
of | |
gen. | από |
savings | |
gen. | αποταμιεύσεις |
| |||
αποδοτική; αποδοτικό; αποδοτικός | |||
απoδoτικό | |||
| |||
Αποδοτικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
e | |||
eff |
efficient : 79 phrases in 17 subjects |