efficiency | |
agric. construct. | αρδευτική αποδοτικότητα |
coal. | ωφέλιμο έργο |
el. | απόδοση φορτίου; βαθμός απόδοσης |
fin. | απόδοση |
IT dat.proc. | επάρκεια λειτουργίας |
mech.eng. | απόδοση εργασίας |
med. | επάρκεια; αποδοτικότητα |
met. | συντελεστής απόδοσης |
reference value | |
el. | δέουσα τιμή; προκαθορισμένη τιμή |
fin. | αξία αναφοράς |
law | τιμή αναφοράς |
stat. scient. | μέγεθος αναφοράς |
for | |
gen. | για |
separate | |
gen. | διαχωρίζω; ξεχωριστή; ξεχωριστό; ξεχωριστός |
commun. | ανάτυπο; ξεχωριστός' χωριστός |
production | |
account. | παραγωγή |
coal. met. | ώθησις |
cultur. | σκηνοθεσία; ανέβασμα έργου |
mater.sc. | κατασκευή |
| |||
αρδευτική αποδοτικότητα | |||
ωφέλιμο έργο | |||
απόδοση φορτίου; βαθμός απόδοσης | |||
απόδοση | |||
επάρκεια λειτουργίας | |||
απόδοση εργασίας; απόδοση έργου | |||
αποδοτικότητα | |||
συντελεστής απόδοσης | |||
αποτελεσματικότητα | |||
| |||
επάρκεια | |||
English thesaurus | |||
| |||
effy (Vosoni) | |||
ή | |||
e. | |||
effcy; eff | |||
effic. | |||
eff.; effy |
efficiency : 448 phrases in 36 subjects |