effective | |
gen. | αποτελεσματική; αποτελεσματικό |
comp., MS | αποτελεσματικός |
Threshold | |
comp., MS | Κατώφλι |
threshold | |
comp., MS | όριο |
el. | Κατώφλι; ελάχιστο ευδιάκριτο σήμα; οριακό σήμα |
fin. | ατέλεια |
fin. IT | κατώφλιο |
med. | ουδός |
of | |
gen. | από |
audibility | |
commun. | ακουστότητα της εκπομπής; ευκρίνεια της εκπομπής; ηχοαίσθημα της εκπομπής |
in | |
gen. | μέσα; σε |
noise | |
gen. | ήχος; Θόρυβος; ψιθύρισμα |
environ. | θόρυβος |
fin. | διάδοση; φήμη |
| |||
αποτελεσματική; αποτελεσματικό | |||
αποτελεσματικός (Capable of producing successful results) | |||
αποτελεσματικός; δραστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
efctv; eff | |||
echoing area of target | |||
eff. |
effective : 434 phrases in 37 subjects |